ΔΟΥΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ
Οι άνθρωποι πριν γίνουν δούλοι ζούσαν τις ζωές τους
όπως ήθελαν εκείνοι, αφού όμως γίνουν δούλοι ήταν υπό την κατοχή κάποιου άλλου
ανθρώπου. Δεν μπορούσε όμως ένας δούλος να αποκτήσει έναν άλλο. Μπορούσαν να αλλάξουν ιδιοκτήτη, όχι με την
θέλησή τους όμως, μόνο να πουληθούν και να αγοραστούν. Οι δούλοι προέρχονταν,
το μεγαλύτερο ποσοστό τουλάχιστον, από πολέμους. Όποια πόλη νικούσε θα έπαιρνε
ως δούλους τους αιχμαλώτους οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι άντρες, γυναίκες
ακόμα και παιδιά Οι δούλοι μπορούσαν να
αγοραστούν από δουλοπάζαρα. Η τιμή της πώλησης των δούλων ήταν διαφορετική,
αφού επηρεάζονταν από την ηλικία το φύλο, την καταγωγή και τις σωματικές ή τις
πνευματικές ικανότητες του κάθε δούλου. Οι δούλοι, τότε, μπορούσαν να
ανταλλαχτούν με χρήματα και με αλάτι, αυτοί που ανταλλάσσονταν με χρήματα
ονομάζονταν «αργυρώνητοι» ενώ αυτοί που ανταλλάσσονταν με αλάτι ονομάζονταν
«αλώνητοι». Τα παιδιά που ήταν μορφωμένα ανταλλάσσονταν για εβδομήντα δραχμές
ενώ τα αμόρφωτα για πενήντα. Σε αντίθεση με τους άνδρες τα παιδιά ήταν «φθηνά»
εκατόν-τριάντα με εκατόν-πενήντα δραχμές, αφού οι άντρες κόστιζαν διακόσιες
δραχμές. Οι κάτοχοι των δούλων που είχαν αποκτήσει από τον πόλεμο είχαν το δικαίωμα να τους πουλήσουν
ή ακόμα και να τους κρατήσουν. Επίσης ένας ιδιοκτήτης δούλου μπορεί να έχει
στην κατοχή του περισσότερους από έναν δούλο όπως για παράδειγμα ο Λυσίας και ο
αδερφός του που είχαν στην κατοχή τους εκατόν είκοσι δούλους αφού είχαν μια
βιοτεχνία στην οποία κατασκεύαζαν ασπίδες. Στην Αρχαία Αθήνα οι δούλοι
αποτελούσαν την κατώτερη τάξη, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν δεν είχαν κανένα
δικαίωμα εκτός από αυτό της ζωής, δηλαδή όποιος σκότωνε έναν δούλο τιμωρούνταν
από το τότε δικαστήριο των Εφετών . Παρ’ όλα αυτά ο κάτοχος ενός δούλου είχε το
δικαίωμα να τον βασανίσει και να τον κακομεταχειρίζεται. Σχετικά με όλους τους
πολίτες που κατοικούσαν στην Αθήνα είτε αυτοί ήταν Αθηναίοι πολίτες ή μέτοικοι
ή ακόμα και δούλοι η εμφάνιση τους δεν διέφερε ιδιαίτερα. Αυτό αποδεικνύει ότι
σε αρκετά στάδια οι δούλοι δεν ήταν κατώτεροι παρά μόνο ίσοι με τις υπόλοιπες
κοινωνικές τάξεις. Οι μισθοφορούντες
δούλοι ή αλλιώς χωρίς οικούντες μπορούσαν εφόσον μάζευαν ένα αρκετά
ικανοποιητικό ποσό να αποκτήσουν την ελευθερία τους και να γίνουν όπως ήταν
πριν γίνουν δούλοι δηλαδή με τα δικαιώματά τους και φυσικά τις υποχρεώσεις
τους. Αυτός δεν ήταν ο μόνος τρόπος για να αποκτήσουν οι δούλοι κάποια παραπάνω
δικαιώματα. Άλλος ένας τρόπος είναι όταν μία δούλα κέρδιζε τον σεβασμό λόγο της
συμπεριφοράς της αλλά και της εργατικότητάς της έπαιρνε τον τίτλο
«γριά-οικονόμος» και με αυτόν τον τίτλο απαλλασσόταν από κάποιες αρμοδιότητες
που τις είχαν δοθεί οι οποίες αρμοδιότητες μοιράζονταν σε άλλες δούλες και
δούλους. Βέβαια σύμφωνα με τον Ξενοφώντα όποιες δούλες ήταν καλές στις δουλειές
τους φρόντιζαν για τον καλλωπισμό της ιδιοκτήτριάς τους έτσι κέρδιζαν
περισσότερο σεβασμό και καλύτερη μεταχείριση φυσικά. Ένας άλλος «νόμος» ήταν
ότι από τα χρήματα που κέρδιζαν έπρεπε να παραχωρήσουν ένα μέρος του ποσού
αυτού στους ιδιοκτήτες τους. Αυτή η γενική ελευθερία σύμφερε και τους
υπόλοιπους Αθηναίους, γιατί κέρδιζαν περισσότερο χρήματα τα οποία πήγαιναν στο
κράτος. Οι μισθοφορούντες δούλοι ή χωρίς
οικούντες είναι μία από τις τρεις κατηγορίες δούλων. Οι άλλες δύο είναι οι
εξής: οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί. Πιο αναλυτικά: οι δημόσιοι δούλοι ήταν
αυτοί που άνηκαν στο κράτος και δούλευαν ως γραφείς και κλητήρες σε κρατικές
υπηρεσίες, ως εργάτες σε δημόσια οικοδομικά έργα όπως επίσης και στο
νομισματοκοπείο και επίσης δούλευαν ως αστυνόμοι, οδοκαθαριστές ακόμα και σε
ναυπηγία. Αρκετές είναι οι φορές που αμείβονταν για κάποια εργασία τους. Αρκετά
παράξενο φαντάζει το γεγονός ότι τριακόσιοι τοξότες ονομαζόμενοι «Σκύθες» ήταν
δημόσιοι δούλοι οι οποίοι είχαν σαν κύρια αρμοδιότητα την απομάκρυνση τον
ανθρώπων που δεν ήθελαν να συμμετέχουν στην εκκλησία του Δήμου. Αυτό το
κατάφερναν τραβώντας τους με ένα σκοινί, το οποίο είχε κόκκινο χρώμα, από την
μία άκρη της αγοράς στην άλλη. Στην τρίτη κατηγορία βρίσκονται οι ιδιωτικοί
δούλοι. Οι ιδιωτικοί δούλοι είναι οι απλοί δούλοι που ξέρουμε αυτοί δηλαδή που
μπορούσαν να εργαστούν για τον κάθε πολίτη και να πραγματοποιήσουν δουλειές
στην περιουσία του καθενός. Δηλαδή εκτός από την δουλειά στο σπίτι κάνουν και
δουλειές π.χ. σε χωράφια, σε εργαστήρια, σε λατομεία, στα ορυχεία του Λαυρίου
κ.α. Ο αριθμός των θανάτων των δούλων ήταν αρκετά μεγάλος όταν αναγκάζονταν να
δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες επιβίωσης. Τέλος μερικοί ιδιωτικοί δούλοι
μπορούν να μένουν και να εργάζονται μακριά από τον ιδιοκτήτη τους. Αυτό
γίνονταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις θα έπρεπε δηλαδή ο δούλος να εμπνέει
εμπιστοσύνη σε αυτόν που τον έχει με λίγα λόγια στο αφεντικό του. Η ζωές των
δούλων ήταν πιο ευχάριστες ή πιο δυσάρεστες, αντίστοιχα, ανάλογα με το τι
δουλειά έκαναν, για παράδειγμα οι δούλοι που δούλευαν στα ορυχεία μπορούσαν να
πεθάνουν λόγο της εξαθλίωσης στην οποία ζούσαν, παρόμοια ήταν και η ζωή στα
χωράφια αφού ούτε κι εκεί δεν υπήρχε σεβασμός για τόσο εργατικά άτομα.
Αντιθέτως ο γραφέας ο νοσοκόμος και ο τεχνίτης είχαν αρκετή ελευθερία ή
τουλάχιστον τους φέρονταν καλύτερα. Όταν κάποιος δούλος ήταν πολύ κουρασμένος
και δεν του άρεσε γενικά η μεταχείρισή του από το αφεντικό του τότε πήγαινε στο
Θησείο ή ακόμα και στον βωμό των Ευμενίδων για να ζητήσει να απαλλαγεί από τον
ιδιοκτήτη του και να πουληθεί σε άλλον. Πολύ σπάνια στρατολογούσαν δούλους όπως
έγινε στην μάχη του Μαραθώνα και στην ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο πληθυσμός τους, εκείνη την εποχή, άγγιζε
τους εκατό χιλιάδες αν και υποστηρίζεται ότι υπήρξαν πολλοί περισσότεροι!
Περίεργο φαίνεται ότι παρόλο που ο δούλος ήταν ένας ζωντανός οργανισμός δεν
καταγραφόταν στα μητρώα αλλά στους περιουσιακούς καταλόγους. Αυτό μείωνε την
αξία του. Βέβαια δεν ήταν το μόνο που μείωνε τις αξίες τους. Σε διάφορες κωμωδίες
γελοιοποιούνταν οι δούλοι που φοβόντουσαν τους βασανισμούς από τα αφεντικά
τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου